- προς-τρόπιος
προς-τρόπιος, späte poet. Form statt προςτρόπαιος, Orph. Arg. 1233.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-τρόπιος, späte poet. Form statt προςτρόπαιος, Orph. Arg. 1233.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ποιτρόπιος — ὁ, Α 1. ο έκτος μήνας τού δελφικού έτους, που αντιστοιχούσε στον Ποσειδεώνα τού αττικού ημερολογίου 2. ονομασία μήνα στην Άμφισσα και στους Λοκρούς, ο οποίος αντιστοιχούσε στον Ελαφηβολιώνα τού αττικού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποι (< ποτί «προς»… … Dictionary of Greek