ὑπο-πίμπρημι

ὑπο-πίμπρημι

ὑπο-πίμπρημι (s. πίμπρημι), von unten od. allmälig anzünden; Ar. Lys. 348 im conj. praes.; aor., bei Her. 2, 107. 111.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενόπρησις — κενόπρησις, ἡ (Α) ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πρῆσις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”