- πεζο-γράφος
πεζο-γράφος, Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζο-γράφος, Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της … Dictionary of Greek
ζωδιογράφος — ζῳδιογράφος, ὁ (Μ) αυτός που ζωγραφίζει ζώδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, πεζο γράφος] … Dictionary of Greek
ιστοριογράφος — ο (ΑΜ ἱστοριογράφος) αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο γράφος, πεζο γράφος] … Dictionary of Greek
καινογράφος — καινογράφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζο γράφος, χρονικο γράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)] … Dictionary of Greek
λογογράφος — ο και η (Α λογογράφος) ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή αρχ. 1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.) 2. (μερικές φορές ως… … Dictionary of Greek