ὑπερ-αγάλλομαι

ὑπερ-αγάλλομαι

ὑπερ-αγάλλομαι, sich übermäßig freuen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπεργάνυμαι — Α χαίρομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γάνυμαι «χαίρομαι, αγάλλομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”