πεζο-πόρος

πεζο-πόρος

πεζο-πόρος, zu Fuße gehend oder reisend; ποσσί, Mel. 80 (XII, 53); πελάγους, Parmen. 9 (IX, 304).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπισθοπόρος — ὀπισθοπόρος, ον (Α) αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζο πόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαθροπορώ — λαθροπορῶ, έω (Μ) 1. βαδίζω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 2. μηχανεύομαι κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + πορῶ < πόρος < πόρος (πρβλ. θαλασσο πορώ, πεζο πορώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”