- προς-σκώπτω
προς-σκώπτω, noch dazu spotten, verspotten, im aor. pass., D. L. 2, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-σκώπτω, noch dazu spotten, verspotten, im aor. pass., D. L. 2, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσπαίζω — Α 1. παίζω, αστειεύομαι ή χαριεντίζομαι με κάποιον 2. περιγελώ, περιπαίζω κάποιον 3. σατιρίζω 4. ειρωνεύομαι, σκώπτω, εμπαίζω κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», Πλάτ.) 5. βασανίζω, τυραννώ («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.) 6 … Dictionary of Greek