- ὑπερ-καλλής
ὑπερ-καλλής, ές, gen. έος, = Folgdm, Xen. Cyr. 5, 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-καλλής, ές, gen. έος, = Folgdm, Xen. Cyr. 5, 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] … Dictionary of Greek
υπερκαλλής — ές, ΜΑ εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] … Dictionary of Greek