ὑπό-λοιπος

ὑπό-λοιπος

ὑπό-λοιπος, zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = λοιπός, 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόσλοιπος — ον, Α·1. αυτός που υπολείπεται, που απομένει ως υπόλοιπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόσλοιπα τα κατακάθια, η υποστάθμη 3. φρ. «εἰς τὸ πρόσλοιπον» (με χρον. σημ.) στο μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λοιπός (πρβλ. υπό λοιπος)] …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”