προς-σεύω

προς-σεύω

προς-σεύω (s. σεύω), scheint nur im partic. perf. pass. vorzukommen, προςεσσυμένος, darauf losstürmend, -stürzend, Qu. Sm. 8, 166.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσεσσύμενον — πρός , εἰσ σεύω put in quick motion aor part mid masc acc sg (epic) πρός , εἰσ σεύω put in quick motion aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic) πρόσ σεύω put in quick motion perf part mid masc acc sg πρόσ σεύω put in quick motion perf part mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σούς — ὁ, Α 1. (ως όρος τού Δημοκρίτου) η προς τα επάνω κίνηση 2. (στους Λάκωνες) η ταχεία ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *σόF oς τής ρίζας *seF τού ρ. σεύω* / ομαι «ρίχνω, ορμώ, σπεύδω» (βλ. και λ. σεύω)] …   Dictionary of Greek

  • αποσεύω — ἀποσεύω (Α) [σεύω] 1. αποδιώκω, εκδιώκω 2. ( ομαι) φεύγω τρέχοντας, ορμώ προς τα έξω 3. φρ. «ἀποσυθὲν αἷμα» αιμορραγία …   Dictionary of Greek

  • επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… …   Dictionary of Greek

  • προσσεύω — Α τρέχω γρήγορα, σπεύδω προς κάποιον ή κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σεύω «τρέχω, ορμώ, πηδώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”