- ὑπό-στεγος
ὑπό-στεγος, unter dem Dache, im Hause; Soph. Phil. 34; βεβᾶσιν ἄρτι δωμάτων ὑπόστεγοι El. 1378; Trach. 375; ὑπόστεγόν τινα δέξασϑαι Plat. Critia. 117 b; bedeckt, ἄντρον Empedocl. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-στεγος, unter dem Dache, im Hause; Soph. Phil. 34; βεβᾶσιν ἄρτι δωμάτων ὑπόστεγοι El. 1378; Trach. 375; ὑπόστεγόν τινα δέξασϑαι Plat. Critia. 117 b; bedeckt, ἄντρον Empedocl. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάστεγος — η, ο (Α κατάστεγος, ον) εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγο στεγασμένο μέρος, υπόστεγο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγον στεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το … Dictionary of Greek
πρόστεγον — (II) τὸ, Α ενοίκιο οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *πρόστεγος < προσ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. ὑπό στεγος] … Dictionary of Greek
στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… … Dictionary of Greek