- ἐΰῤ-ῥαπις
ἐΰῤ-ῥαπις, ιδος, ὁ, mit schönem Stabe, Nonn. D. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐΰῤ-ῥαπις, ιδος, ὁ, mit schönem Stabe, Nonn. D. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρέπω — ῥέπω ΝΑ 1. κλίνω προς μια ορισμένη κατεύθυνση 2. (ιδίως για πλάστιγγα) γέρνω προς τα κάτω («τὸ μὲν κάτω ρέπον ἐν τοῑς ζυγοῑς βαρύ τὸ δὲ ἄνω κοῡφον», Πλάτ.) 3. μτφ. έχω τάση, έχω έφεση πρός κάτι (α. «ρέπει προς την ακολασία» β. «ῥέπουσι πρὸς τὴν… … Dictionary of Greek