- ἐλαιό-θρεπτος
ἐλαιό-θρεπτος, mit Oel genährt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιό-θρεπτος, mit Oel genährt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόθρεπτος — θεόθρεπτος, ον (Α) θεοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, οικό θρεπτος] … Dictionary of Greek
οικόθρεπτος — οἰκόθρεπτος, ον (Μ) αυτός που ανετράφη στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, σκιό θρεπτος] … Dictionary of Greek
φηληκόθρεπτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που γονιμοποιήθηκε με ερινασμό, ἐριναστός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήληξ, ηκος «άγριο σύκο» + θρεπτος (< θρεπτός < τρέφω), πρβλ. ἐλαιό θρεπτος] … Dictionary of Greek