- ἐθείρω
ἐθείρω, Il. 21, 347 χαίρει δέ μιν ὅστις ἐϑείρῃ, wer es (das Ackerland) pflegt, bearbeitet; Orph. Arg. 932 χρυσάαις φολίδεσσιν ἐϑείρεται, mit goldenen Schuppen geschmückt. Vgl. ϑέρω, ϑεραπεύω, ἀϑερίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθείρω, Il. 21, 347 χαίρει δέ μιν ὅστις ἐϑείρῃ, wer es (das Ackerland) pflegt, bearbeitet; Orph. Arg. 932 χρυσάαις φολίδεσσιν ἐϑείρεται, mit goldenen Schuppen geschmückt. Vgl. ϑέρω, ϑεραπεύω, ἀϑερίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθείρω — ἐθείρω (Α) καλλιεργώ, περιποιούμαι μέσ. εθείρομαι στολίζομαι … Dictionary of Greek