- ἐθελοντήρ
ἐθελοντήρ, ῆρος, ὁ, der Freiwillige, Od. 2, 292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθελοντήρ, ῆρος, ὁ, der Freiwillige, Od. 2, 292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθελοντήρ — ο βλ. εθελοντής … Dictionary of Greek
ἐθελοντῆρας — ἐθελοντήρ volunteer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοντῆρες — ἐθελοντήρ volunteer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek