- ἐθισμός
ἐθισμός, ὁ, die Gewöhnung; Arist. Eth. 1, 7. Nach B. A. p. 93 = ἔϑος, Gewohnheit, bei Posidipp.; ἐκ τῶν ἐϑισμῶν, nach dem Brauch, Pol. 3, 110, 4, vgl. 1, 17, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθισμός, ὁ, die Gewöhnung; Arist. Eth. 1, 7. Nach B. A. p. 93 = ἔϑος, Gewohnheit, bei Posidipp.; ἐκ τῶν ἐϑισμῶν, nach dem Brauch, Pol. 3, 110, 4, vgl. 1, 17, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθισμός — accustoming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθισμός — ο (AM ἐθισμός) [εθίζω] το να εθίζεται κάποιος σε κάτι, εξοικείωση αρχ. (στον πληθ. με άρθρο) έθιμα … Dictionary of Greek
εθισμός — ο 1. συνήθεια, έξη. 2. (ιατρ.), εξοικείωση και ανοχή του οργανισμού σε φάρμακο ή δηλητήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθισμοῖς — ἐθισμός accustoming masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμοί — ἐθισμός accustoming masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμοῦ — ἐθισμός accustoming masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμούς — ἐθισμός accustoming masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμῶν — ἐθισμός accustoming masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμῷ — ἐθισμός accustoming masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμόν — ἐθισμός accustoming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραγωγία — ΝΜΑ [σκληραγωγῶ] σκληρή και τραχιά αγωγή, εθισμός στις στερήσεις και στις κακουχίες («Λακωνικὴ σκληραγωγία», Φιλ.) νεοελλ. ιατρ. ο εθισμός τού οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις και στερήσεις με βελτίωση τών μηχανισμών προσαρμογής, με τόνωση τής … Dictionary of Greek