- ἐλαχύς
ἐλαχύς,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαχύς,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελαχύς — ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α) 1. λίγος 2. μικρός 3. βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw u , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός»,… … Dictionary of Greek
ἐλαχύς — small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑλαχύς — ἐλαχύς , ἐλαχύς small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαχύ — ἐλαχύς small masc voc sg ἐλαχύς small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαχείῃ — ἐλαχύς small fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαχίων — ἐλαχύς small masc/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαχύν — ἐλαχύς small masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάχεια — ἐλαχύς small fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάχειαν — ἐλαχύς small fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
ἐλαχείας — ἐλαχείᾱς , ἐλαχύς small fem acc pl ἐλαχείᾱς , ἐλαχύς small fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)