ἐν-οφείλομαι

ἐν-οφείλομαι

ἐν-οφείλομαι (s. ὀφείλω), als Schuld darauf haften; ἐν τῇ οὐσίᾳ τῇ ἐκείνου ἐνοφειλόμενον αὑτῷ τοῠτο τὸ ἀργύριον, sein Geld stehe auf dessen Gut, haste als Schuld auf dem Vermögen, Dem. 49, 45, vgl. 53, 10; Inscr. 530.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀφείλομαι — ὀφέλλω IG aor subj mid 1st sg (epic) ὀφείλω IG pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοφείλομαι — ἐνοφείλομαι (Α) [οφείλομαι] (για χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία) οφείλομαι με ενέχυρο ή υποθήκη …   Dictionary of Greek

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — προήλθα, προκύπτω, κατάγομαι, οφείλομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”