- πεντηκοστήρ
πεντηκοστήρ, ῆρος, ὁ, Anführer von 50 Mann; Xen. Hell. 3, 5, 22. 4, 5, 7 Lac. 11, 4; vgl. πεντηκοντήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοστήρ, ῆρος, ὁ, Anführer von 50 Mann; Xen. Hell. 3, 5, 22. 4, 5, 7 Lac. 11, 4; vgl. πεντηκοντήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοστήρ — ῆρος, ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. πεντηκοντήρ … Dictionary of Greek
πεντηκοντήρ — και πεντηκοστήρ, ῆρος, ὁ, Α (στον σπαρτιατικό στρατό) αυτός που διοικεί στρατιωτικό σώμα πενήντα αντρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντηκοστήρ < πεντηκοσ τύς, ενώ ο τ. πεντηκοντήρ έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το πεντήκοντα] … Dictionary of Greek