πεντηκοστός — fiftieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… … Dictionary of Greek
πεντηκοστός — ή, ό αυτός που έχει στη σειρά τον αριθμό 50: Είμαι πεντηκοστός στη σειρά επιτυχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντηκοστόν — πεντηκοστός fiftieth masc acc sg πεντηκοστός fiftieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστοῦ — πεντηκοστός fiftieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστῷ — πεντηκοστός fiftieth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστένατος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός ένατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἔνατος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστοδεύτερος — τέρα, ον, Μ ο πεντηκοστός δεύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός δεύτερος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόγδοος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός όγδοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ὄγδοος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόεκτος — ον, Α 1. ο πεντηκοστός έκτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκοστόεκτον το πεντηκοστό έκτο μέρος ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἕκτος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόπεμπτος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός πέμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός πέμπτος] … Dictionary of Greek