- ἐννα-έτις
ἐννα-έτις, ιδος, ἡ, neunjährig, s. εἰναετίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννα-έτις, ιδος, ἡ, neunjährig, s. εἰναετίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] … Dictionary of Greek