πεντα-έτηρος

πεντα-έτηρος

πεντα-έτηρος, poet. statt πενταετής, fünfjährig, βοῠς, ὗς, Il. 2, 403 Od. 14, 419, u. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραέτηρος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών, τετραετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + έτ ηρος (< ἔτος), πρβλ. πεντα έτηρος] …   Dictionary of Greek

  • πενταέτηρος — και πενθέτηρος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών, πενταετής 2. πενταετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + έτ ηρος (< ἔτος), πρβλ. δεκα έτηρος] …   Dictionary of Greek

  • πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκαετηρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ (ως ουσ. και ως επίθ.) χρονική περίοδος δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταετηρίδα — η / πεντηκονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, πεντηκονταετία νεοελλ. η πεντηκοστή επέτειος κάποιου σημαντικού γεγονότος καθώς και η γιορτή που γίνεται για την επέτειο αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ετηρίς (< έτηρος… …   Dictionary of Greek

  • χιλιετηρίδα — η / χιλιετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και χιλιοετηρίς Μ περίοδος χιλίων ετών, χιλιετία νεοελλ. η χιλιοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς/ ίδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”