ἐξ-ανύτω

ἐξ-ανύτω

ἐξ-ανύτω, att. = ἐξανύω; Eur. Ion 1066; Xen. Cyr. 5, 4, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανύτω — ἀνύτω κ. ἁνύτω αττ. (Α) βλ. ανύω …   Dictionary of Greek

  • Ἀνύτω — Ἄνυτος masc nom/voc/acc dual Ἄνυτος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνύτω — ἀνύω effect pres subj act 1st sg (attic) ἀνύω effect pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνύτῳ — Ἄνυτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …   Dictionary of Greek

  • ποθήνυτο — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσήσθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ποτί* «προς» + ἀνύω / ἀνύτω / ἁνύτω «εκτελώ, επιτελώ, φέρνω σε πέρας»] …   Dictionary of Greek

  • αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… …   Dictionary of Greek

  • ευάνυστος — εὐάνυστος, ον (Μ) αυτός που μπορεί να περαστεί ή να κατορθωθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανυστός (< ανύω, ανύτω), πρβλ. δυσ άνυστος] …   Dictionary of Greek

  • ευήνυτος — εὐήνυτος, ον (Α) αυτός που φτάνει εύκολα σε πέρας, ο ευκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήνυτος < ανύτω*] …   Dictionary of Greek

  • προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] …   Dictionary of Greek

  • συνανύω — και συνανύτω Α 1. διανύω κάτι μαζί με άλλον («σὺν αὐτῷ συνανύσαι δρόμον», Αππ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι, φθάνω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνύω / ἀνύτω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας, διανύω, φθάνω στο τέλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”