ἐνιάκις, einigemal, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενιάκις — ἐνιάκις (Α) επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένιοι αναλογικά προς το πολλάκις] … Dictionary of Greek