- ἐξ-ιονθίζω
ἐξ-ιονθίζω, τρίχα Soph. frg. 653, Hesych. ἐκδίδωμι, hervorbringen. Vgl. ἰονϑάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ιονθίζω, τρίχα Soph. frg. 653, Hesych. ἐκδίδωμι, hervorbringen. Vgl. ἰονϑάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξιονθίζω — ἐξιονθίζω (Α) φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek