- ἐξ-ιδιασμός
ἐξ-ιδιασμός, ὁ, Aneignung, Strab. XVII, 1, 794.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ιδιασμός, ὁ, Aneignung, Strab. XVII, 1, 794.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιασμός — ἰδιασμός, ὁ (ΑΜ) [ιδιάζω] το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η ιδιομορφία … Dictionary of Greek
ἰδιασμοῦ — ἰδιασμός peculiarity masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιασμόν — ἰδιασμός peculiarity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)