- ἐνιαχοῦ
ἐνιαχοῦ, an einigen Orten, Plut. Brut. 2; τῶν λόγων Cic. 24; – von der Zeit, bisweilen, Plat. Phaed. 71 d; Arist. H. A. 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνιαχοῦ, an einigen Orten, Plut. Brut. 2; τῶν λόγων Cic. 24; – von der Zeit, bisweilen, Plat. Phaed. 71 d; Arist. H. A. 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνιαχοῦ — in some places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιαχού — (AM ἐνιαχοῡ) [ένιοι] επίρρ. τοπ. σε μερικούς τόπους, σε μερικά μέρη, που και που αρχ. 1. σε μερικές περιπτώσεις («κἄν εἰ μὴ χρώμεθα τοῑς ὀνόμασιν ἐνιαχοῡ», Πλάτ.) 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά, πότε πότε … Dictionary of Greek
AEGAE — Macedoniae oppid. Plin. l. 4. c. 10. Meloboter am quoque vocari scribit Steph. quem consule. Olim vocabatur Edessa; Ε῎δεςςα, non Αἴδεςςα, uti perperam legitur in vulgatis Ptolemaei exemplaribus. Aliquanto vero remotior a mari erat Edessa, sive… … Hofmann J. Lexicon universale
ενιαχή — ἐνιαχῇ (Α) επίρρ. 1. τοπ. σε μερικά μέρη 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*] … Dictionary of Greek
παιδογόνος — παιδογόνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννά τέκνα 2. αυτός που παρέχει γέννηση στα παιδιά, που προκαλεί τη γέννηση παιδιών («παιδογόνῳ Κύπριδι», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που δίνει γεννητική δύναμη 4. (για πηγή) αυτή που έχει την ιδιότητα να κάνει κάποιον… … Dictionary of Greek
πριχού — και πρίχου Ν επίρρ. (κυρίως στον Ερωτόκρ.) (με χρον. σημ.) πριν, προτού («να τσι ξεράνει το δενδρό, πρίχου να τό φυτέψει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. πριχού προήλθε από συμφυρμό τού πριν και τού λατ. prius «πριν, πρωτύτερα» με τις… … Dictionary of Greek