- ἐνιφέρβομαι
ἐνιφέρβομαι u. ä., = ἐντρέφω, p.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνιφέρβομαι u. ä., = ἐντρέφω, p.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενιφέρβομαι — ἐνιφέρβομαι (Α) επικ. τ. τού εμφέρβομαι* … Dictionary of Greek
εμφέρβομαι — ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α) βόσκω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek