- ἐνι-σκέλλω
ἐνι-σκέλλω, p. = ἐνσκέλλω, Nic. Ther. 694 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνι-σκέλλω, p. = ἐνσκέλλω, Nic. Ther. 694 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek