ἐγώ

ἐγώ

ἐγώ, ich; ep. auch ἐγών, Il. 1, 76, öfter zur Vermeidung des Hiatus, Pind. P. 3, 77, nach Apoll. pron. dorisch, Theocr. 15, 60, κἠγών 21, 45, wie Ath. IV, 147 e; von Tragg. nur Aesch. Pers. 931; äol. ἔγων, nach Apoll. pron. 64 auch ἐγώνη, u. dor. ἔγωνγα, Alcm.; Ar. Ach. 736. 764 Lys. 986. 990; böotisch ἱών u. ἱώνγα, Corinna. – Gen. ἐμοῠ, enkl. μου; ion. u. ep. ἐμέο, ἐμεῠ, Il. 1, 88 u. öfter, ἐμεῖο, 1, 259, ἐμέϑεν, 1, 525, öfter; Sophron auch enkl. μέϑεν; böot. u. syrakus. ἐμοῠς u. ἐμεῠς, Corinna 33 u. Epicharm.; Apollon. führt noch ἐμείω, ἐμείως, ἐμῶς an. – Dat. ἐμοί, enkl. μοι, dor. ἐμίν, Ar. Ach. 733 Av. 928; Theocr. 4, 30; nach Apollon. auch ἐμίνγα, äol. ἔμοι, böot. ἐμύ. – Acc. ἐμέ, enkl. με, nach Apoll. dorisch ἐμεΐ. – Dual. νῶϊ, νῶϊν, auch νώ, Il. 5, 219, u. Att. oft, wie Soph. O. R. 1504; νῷν, Phil. 133 u. Sm. 1, 213. 369 u. öfter steht νῶϊν für ἡμῖν. – Plur. ἡμεῖς, ion. ἡμέες, dor. ἁμές, Tim. Locr. 96 a; Arist. Lys. 1162; äol. ἄμμες, Od. 1, 303; Pind. P. 4, 144. – Gen. ἡμῶν, ion. ἡμέων, auch ἡμείων, Od. 24, 169; dor. ἁμῶν, Ar. Lys. 168 Theocr. 2, 158; auch ἁμέων, ἁμίων, äol. ἀμμέων, Apoll. – Dat. ἡμῖν, ep. auch ἧμιν, Il. 17, 415; sehr oft Soph., z. B. Phil. 8, 463, auch ἡμίν geschr.; Ar. Av. 386 u. öfter; äol. ἄμμι u. ἄμμιν, Od. 1, 384. 12, 275; Pind. P. 4, 154; Aesch. Spt. 156. – Acc. ἡμᾶς, ion. ἡμέας, Od. 4, 452, poet. ἧμας, 16, 372; auch bei Soph. von Herm. enkl. geschrieben, Ai. 725; äol. ἄμμε, Il. 1, 59; Theocr. 8, 25, öfter; ἁμέ, Ar. Lys. 95, od. ἀμέ, ibd. 1099. 1250.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐγώ — I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • εγώ — προσωπ. αντων. α προσ., γεν. εμένα, μου, αιτ. εμένα, με, πληθ. ονομαστ. εμείς, γεν. εμάς, μας, αιτ. εμάς, μας 1. με αυτήν, αυτός που μιλάει ή γράφει, ορίζει τον εαυτό του. 2. η ονομαστ. χρησιμοποιείται για έμφαση: Θα σε κανονίσω εγώ. 3. οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω, σὺ δὲ κρόμμυ’ ἀποκρίνῃ. — ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω, σὺ δὲ κρόμμυ’ ἀποκρίνῃ. См. Я про Фомку, а он про Еремку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐγῶ — ἔσσομαι sum. aor subj mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. — σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. См. Сорока …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους δ’ ἐγὠ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — См. По воде писать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνὴρ ἐγὼ καὶ πάντα μοι τ’ἀνδρός μέλει. — См. Я человек, ничто человеческое мне не чуждо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”