ἐκ-λογή

ἐκ-λογή

ἐκ-λογή, , die Auswahl, Wahl; τῶν ἀρχόντων Plat. Rep. III, 414 a; ποιεῖσϑαι Legg. VII, 802 b u. A.; σίτου, κριϑῶν, Einfordern, als einer Abgabe, Crates bei Ath. VI, 235 b; χρημάτων Dio Cass. 41, 24; ἀνδρῶν, Aushebung der Soldaten, Pol. 5, 63, 11; κατ' ἐκλογήν, nach Auswahl, 6, 10, 9. – Wie bei uns »das Ausgewählte«, z. B. ein Stück aus einem Schriftsteller, Ath. XIV, 663 c; Gramm.; das Vorzüglichste, Beste, Pol. 1, 47, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογή — λογή, ἡ (Α) υπολογισμός, προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέμ. λέγ τού λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε λογή (πρβλ. δια λογή, συλ λογή)] …   Dictionary of Greek

  • λογή — η είδος· χρησιμοποιείται μόνο στη γενική του ενικού και του πληθυντικού: λογής, λογιώ(ν): Το μαγαζί του ήταν γεμάτο με κάθε λογής υφάσματα. – Φυτέψαμε λογιών λογιών λουλούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενεαλογῇ — γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres subj mp 2nd sg γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind mp 2nd sg γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογής — και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν) είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;») νεοελλ. 1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» κάθε είδους, διαφόρων ειδών θ) «μιας λογής» με τον ίδιο τρόπο μσν. 1. εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • περιλογή — ἡ, Μ συνδιάσκεψη για προπαρασκευή συνθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λογή (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. συλ λογή] …   Dictionary of Greek

  • δίλογος — η, ο (AM δίλογος) 1. διφορούμενος 2. διπρόσωπος, αμφίλογος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι* + λογος < λέγω… …   Dictionary of Greek

  • ευλογητάριο — το (Μ εὐλογητάριον) (κυρίως στον πληθ.) τα ευλογητάρια τα τροπάρια που ψάλλονται στον όρθρο και που αρχίζουν με τις λέξεις «εὐλογητός εἶ, Κύριε,...» (α. «ευλογητάρια αναστάσιμα» αυτά που ψάλλονται κατά τον όρθρο τής Κυριακής β. «ευλογητάρια… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λογαίος — λογαῑος, αία, ον (Α) [λογή] εκλεκτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”