ἐγ-κέφαλος

ἐγ-κέφαλος

ἐγ-κέφαλος, 1) was im Kopfe ist; dah. ὁ ἐγκ. (sc. μυελός), das Gehirn, von Menschen u. Thieren, Il. 3, 300 Od. 9, 458 u. Folgde; nach Plat. Phaed. 96 b ὁ δὲ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσϑήσεις παρέχων τοῠ ἀκούειν καὶ ὁρᾷν καὶ ὀσφραίνεσϑαι, vgl. Hipp. mai. 292 d u. Ath. II, 66 a; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσϑαί μοι δοκεῖ Ar. Nubb. 1276; ἐγκέφαλον μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον, ἀλλ' ἐν τοῖς κροτάφοις φορεῖτε Dem. 7, 45; vgl. Plut. det. orac. 27 extr. u. Suid. v. κραιπαλώδης. – 2) von der Palme, das eßbare Mark, Palmkohl, Xen. An. 2, 3, 16 u. Sp. – 3) Διὸς ἐγκ., eine Speise bei den Persern, Ath. XIII, 529 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κέφαλος — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • Κέφαλος — Sp Kèfalas Ap Κέφαλος/Kefalos L P. Sporados (Koso s.), Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кефал — (Κέφαλος) сын Деиона или Деионея, сына Эола, царя Фокиды. Из Фокиды К. переселился в Аттику и стал царствовать в Форике, одном из 12 ти древнейших государств Аттики, на юго восточной оконечности ее. К северо западу от Форика находился дем Кефале… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κεφάλοιο — Κέφαλος mullet masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοιο — κέφαλος mullet masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοις — κέφαλος mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοισιν — κέφαλος mullet masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφάλου — Κέφαλος mullet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”