ἐγ-κάθ-ημαι

ἐγ-κάθ-ημαι

ἐγ-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), darin, darauf sitzen; Xen. Equ. 1, 11; ὅπως μὴ 'ν τοῖς τρίβωσιν ἐγκάϑηνταί που λίϑοι, daran hängen bleiben, Ar. Ach. 343; vgl. Antiphan. Ath. X, 449 c; bes. im Hinterhalt liegen, ζητεῖν ὅπου λέληϑεν ἡμᾶς κρυπτὸς ἐγκαϑήμενος Ar. Th. 600; καὶ ἐνεδρεύω Aesch. 3, 206; Pol. 5, 70, 8. Von Besatzungen, darin stehen, ἐν Κορίνϑῳ φρουρὰς ἐγκαϑημένης Pol. 17, 11, 6; vgl. Strab. XII p. 546; auch übertr., φόβου ταῖς ψυχαῖς ἐγκαϑημένου Pol. 2, 23, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέθημαι — (Α) (με δοτ.) κάθομαι μαζί με άλλους («μνηστῆρσι μεθήμενος», Ομ. Οδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἧμαι (πρβλ. κάθ ημαι)] …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • πάρημαι — Α 1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον 2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου 3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον 4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού παρέζομαι «κάθομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”