πευθώ

πευθώ

πευθώ, , Kunde, Nachricht, πευϑώ τιν' ἡμῖν νέαν φέρει, Aesch. Spt. 352.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πευθώ — tidings fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθώ — οῡς, ἡ, Α αναγγελία, ανακοίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα ώ (πρβλ. φειδ ώ: φείδομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πεύθω — Α βλ. πεύθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυνθάνομαι] …   Dictionary of Greek

  • νεοπευθής — νεοπευθής, ές (Α) αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ πευθής] …   Dictionary of Greek

  • πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] …   Dictionary of Greek

  • πολυπευθής — ές, Α φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

  • πυστός — ή, όν, ΜΑ 1. γνωστός, ξακουστός 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τος < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπευθής — ές, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ρωτά 2. (κατ επέκτ.) φιλομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπεύστης — ὁ, Α φιλοπευθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόπευστος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοπευθής, ἡδέως μανθάνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πευστός (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. ἄ πευστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”