πευκεδανός

πευκεδανός

πευκεδανός, πτόλεμος, Il. 10, 8, entweder der bittere, herbe Krieg, od. mit Buttm. Lexil. I, 17 der spitze, eindringende, verwundende, verderbliche Krieg, vgl. πεύκη. Opp. Hal. 2, 33 sagt aber πευκεδανὸς ϑάλασσα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πευκεδανός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκέδανος — sulphur wort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκέδανος — ἡ, Α 1. το φυτό πευκέδανο 2. το φυτό σίκυς ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πευκέδανον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… …   Dictionary of Greek

  • πευκεδανά — πευκεδανός neut nom/voc/acc pl πευκεδανά̱ , πευκεδανός fem nom/voc/acc dual πευκεδανά̱ , πευκεδανός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανῶν — πευκεδανός fem gen pl πευκεδανός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανόν — πευκεδανός masc acc sg πευκεδανός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδαναί — πευκεδανός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανοῖο — πευκεδανός masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανοῦ — πευκεδανός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανούς — πευκεδανός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”