- πιτῡρίας
πιτῡρίας, ὁ, ἄρτος, Kleienbrot, VLL., wie Poll. 6, 72; auch πιτυρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτῡρίας, ὁ, ἄρτος, Kleienbrot, VLL., wie Poll. 6, 72; auch πιτυρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτυρίας — πιτυρίᾱς , πιτυρίας made with bran masc acc pl πιτυρίᾱς , πιτυρίας made with bran masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυρίας — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης*. || μτφ. (για πρόσ.) (ως σκωπτική προσφώνηση) πολύ μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + επίθημα ίας* (πρβλ. αποπυρ ίας)] … Dictionary of Greek
πιτυρίαι — πιτυρίας made with bran masc nom/voc pl πιτυρίᾱͅ , πιτυρίας made with bran masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυρίαις — πιτυρίας made with bran masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυρίου — πιτυρίας made with bran masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυρίαν — πιτυρίᾱν , πιτυρίας made with bran masc acc sg (attic epic doric aeolic) πιτυρίας made with bran masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξερίας — ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α) ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα ίας,… … Dictionary of Greek
πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] … Dictionary of Greek