- ἐγ-κατ-ιλλώπτω
ἐγ-κατ-ιλλώπτω, verspotten, höhnen; τινί, Aesch. Eum. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κατ-ιλλώπτω, verspotten, höhnen; τινί, Aesch. Eum. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατιλλώπτω — (Α) 1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια 2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek