- ἐγ-κατα-σβέννῡμι
ἐγ-κατα-σβέννῡμι (s. σβέννυμι), darin auslöschen, μέχρις ἂν ὥςπερ πῦρ ἐγκατασβεσϑῇ Plut. Gryll. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κατα-σβέννῡμι (s. σβέννυμι), darin auslöschen, μέχρις ἂν ὥςπερ πῦρ ἐγκατασβεσϑῇ Plut. Gryll. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] … Dictionary of Greek
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
σβέση — η / σβέσις, εως, ΝΑ το σβήσιμο αρχ. 1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή 2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι*] … Dictionary of Greek
σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek