ἐγ-κατα-πίμπρημι

ἐγ-κατα-πίμπρημι

ἐγ-κατα-πίμπρημι (s. πίμπρημι), darin verbrennen, Phalar. ep. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάπρηστος — εὐκατάπρηστος, ον (ΑΜ) αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πίμπρημι «κατακαίω»] …   Dictionary of Greek

  • πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… …   Dictionary of Greek

  • πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… …   Dictionary of Greek

  • σφυροπρησιπύρα — ἡ, Α (για την ποδάγρα) αυτή που καίει τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + πρησιπύρα (τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) < πρῆσις (< πίμπρημι «καίω») + πῦρ, πυρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”