ἐγ-καττύω

ἐγ-καττύω

ἐγ-καττύω, in die Schuhfehle einnähen; Alexis Ath. XIII, 568 b φελλὸς ἐν ταῖς βαυκίσιν ἐγκεκάττυται.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καττύω — (Α) βλ. κασσύω …   Dictionary of Greek

  • καττύω — καττύ̱ω , κασσύω stitch pres subj act 1st sg (attic) καττύ̱ω , κασσύω stitch pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • ακάττυτος — ἀκάττυτος, ον (Α) [καττύω, κασσύω] αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα) …   Dictionary of Greek

  • κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… …   Dictionary of Greek

  • καττύς — καττύς, ύος, ἡ (Α) τεμάχιο δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παρ. τού καττύω (βλ. λ. κασσύω)] …   Dictionary of Greek

  • νεοκάττυτος — νεοκάττυτος, ον (Α) (για τα υποδήματα) αυτός που επισκευάστηκε πρόσφατα με την προσθήκη καινούργιας σόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κάττυτος (< κασσύω / καττύω «σολιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • παρακαττύω — Α 1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω 2. μέσ. παρακαττύομαι ετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κασσύω …   Dictionary of Greek

  • συγκαττύω — Α 1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτω («θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.) 2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καττύω «συρράπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”