ἐγγύθεν

ἐγγύθεν

ἐγγύθεν, aus der Nähe; gew. – a) vom Orte; ἱσταμένη Il. 10, 508 u. öfter; τινί, nahe bei Einem, 17, 551; τινός, 11, 723; Theocr. 24, 20 u. sonst: αὐτὸς ἦν ϑνήσκοντος ἐγγύϑεν παρών Aesch. Ch. 839; σκοπεῖν Soph. Phil. 465; vgl. 652 u. Eur. I. A. 489; ὁρᾶσϑαι Plat. Soph. 236 a; ἰδεῖν Dem. 3, 9; παρεῖναι Soph. O. R. 1269; ἐλϑεῖν Il. 5, 72. 7, 219; προςελϑεῖν Plat. Polit. 289 d, wo, wie in vielen anderen Stellen, die Rücksicht auf die Bewegung von einem nahen Orte her fast ganz verschwindet; ἐγγύϑεν ποδός Eur. Ion 612; Ggstz von πόῤῥωϑεν, Plat. Theaet. 165 d u. öfter; προςελϑόντες ἐγγύϑεν Polit. 289 d. – b) von der Zeit, nahe bevorstehend, wie man Il. 18, 133 ἐπεὶ φόνος ἐγγύϑεν αὐτῷ erkl.; vgl. 19, 409; obwohl auch hier an eine örtliche Nähe gedacht werden muß.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εγγύθεν — ἐγγύθεν επίρρ. (AM) 1. από κοντά 2. κοντά 3. κοντά σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἐγγύθεν — from nigh at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'γγύθεν — ἐγγύθεν , ἐγγύθεν from nigh at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγγύθεν — ἐγγύθεν , ἐγγύθεν from nigh at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀγγύθεν — ἐγγύθεν , ἐγγύθεν from nigh at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… …   Dictionary of Greek

  • ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …   Dictionary of Greek

  • συμπαρίπταμαι — Α 1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.) 2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρίπταμαι «πετώ …   Dictionary of Greek

  • τόφρα — Α επίρρ. 1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.) 2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.) 3. (αναφορ.) όφρα* …   Dictionary of Greek

  • ՄՕՏ — ( ) NBH 2 0310 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 12c, 13c նխ.մ. πλησίον prope ἑχόμενον contiguum, conjunctum ἅσσον propius. եւ բայիւ πάρειμι adsum ἑγγίζω appropinquo, accedo եւն. Մերձ. հուպ. առընթեր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”