ἐγ-κράτεια

ἐγ-κράτεια

ἐγ-κράτεια, , Enthaltsamkeit, τινός, von Etwas, Selbstbeherrschung, bes. Mäßigung in sinnlichen Genüssen, ἡδονῶν καὶ ἐπιϑυμιῶν Plat. Rep. IV, 430 e; ἑαυτοῦ III, 390 b; πάντων, ὑφ' ὧν κρατεῖσϑαι τὴν ψυχὴν αἰσχρόν Isocr. 1, 21; ἀφροδισίας Xen. Ages. 5, 4; πρὸς ἐπιϑυμίαν Mem. 2, 1, 1; Plut. Tib. Graech. 3; Plat. defin. 412 a ἐγκ. ψυχῆς πρὸς τὰ φοβερὰ καὶ δεινά.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατείᾳ — κρατείᾱͅ , κρατύς strong fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατεῖα — κρατύς strong fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατείας — κρατείᾱς , κρατύς strong fem acc pl κρατείᾱς , κρατύς strong fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοκράτεια — ἡ, Μ η επικράτηση με τη βοήθεια πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κράτεια (< κρατής < κράτος), πρβλ. γυναικο κράτεια, παθο κράτεια] …   Dictionary of Greek

  • συγκράτεια — ἡ, Μ εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κράτεια (< κρατής < κράτος «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. ἐπι κράτεια] …   Dictionary of Greek

  • Πασικράτεια — και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α (για την Περσεφόνη) η βασίλισσα τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + κράτεια (< κρατής < κρατῶ)] …   Dictionary of Greek

  • γυναικοκρατία — η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια) 1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες 2. η μητριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + κρατία < κρατής < κράτος γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + κράτεια <… …   Dictionary of Greek

  • παθοκράτεια — παθοκράτεια, ἡ (Α) καθυπόταξη τών παθών, εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κράτεια (< κρατής < κράτος)] …   Dictionary of Greek

  • Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”