- πετεεινός
πετεεινός, poet. statt πετεινός, Mel. 110 (IX, 363).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετεεινός, poet. statt πετεινός, Mel. 110 (IX, 363).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek