ἐγ-χώριος

ἐγ-χώριος

ἐγ-χώριος (auch ἐγχωρίη, ἐσϑής Her. 6, 35, λίμνη Pind. Ol. 5, 11), 1) inländisch, einheimisch, vaterländisch; βασιλῆες Pind. Ol. 9, 60; ἥρωες Thuc. 2, 74; neben πατρῷος 4, 71; ϑεοί Soph. Tr. 182, vgl. El. 67; Einwohner, τῆςδε γῆς Soph. O. C. 875; Eur. Ion 1167; nach B. A. 187. 259 von ἐπιχώριος unterschieden, der im Lande ist. – 2) auf dem Lande, ländlich, Hes. O. 342, v. l. für ἐγκώμιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόχωρος — η, ο και ομοχώριος, α, ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης 2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι (στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα… …   Dictionary of Greek

  • παραχώριος — ον, Α διπλανός, αυτός που βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χώριος (< χώρα), πρβλ. εγ χώριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”