- ἐγχέλειος
ἐγχέλειος, ον, vom Aale; τέμαχος Ath. III, 96 b; vgl. Posidipp. bei Ath. III, 87 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγχέλειος, ον, vom Aale; τέμαχος Ath. III, 96 b; vgl. Posidipp. bei Ath. III, 87 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εγχέλειος — ἐγχέλειος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από χέλι … Dictionary of Greek
ἐγχέλειοι — ἐγχέλειος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχέλειον — neut nom/voc/acc sg ἐγχέλειος masc acc sg ἐγχέλειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγχέλεια — ἐγχέλεια , ἐγχέλειον neut nom/voc/acc pl ἐγχέλεια , ἐγχέλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχελείοις — ἐγχέλειον neut dat pl ἐγχέλειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχέλεια — ἐγχέλειον neut nom/voc/acc pl ἐγχέλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)