ἐκ-φορά

ἐκ-φορά

ἐκ-φορά, , 1) das Heraustragen, Wegtragen, κρεῶν, des Opferfleisches, Euphron Ath. IX, 380 a; bes. des Todten, die Bestattung, Aesch. Spt. 1015 Ch. 424; Thuc. 2, 34; τριταία πρὸς τὸ μνῆμα ἐκφορά Plat. Legg. XII, 959 a; ἐπ' ἐκφορὰν ἀκολουϑεῖν τινι Lys. 1, 8, wie ἐπ' ἐκφορὰν ἐβάδιζε Ar. Plut. 1008; Sp. – 2) das Ausbringen, Ausplaudern, λόγου Ar. Th. 472; ἀποῤῥήτων D. L. 1, 98; Bezeichnung durch Worte, Ausdruck, Plut. adv. Col. 11. – 3) das Anrennen, heftiger Andrang, Xen. Equ. 3, 5. – 4) πνεύματος, Ausathmen, D. Sic. 2, 12. – 5) am Gebäude der Vorsprung, prolectura, Vitruv. 3, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορά — φορά̱ , φορά an act fem nom/voc/acc dual φορά̱ , φορά an act fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοράς fruitful fem voc sg φορός bearing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορᾷ — φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • φόρα — (I) Ν επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ άπλυτα στη φόρα» αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum… …   Dictionary of Greek

  • φορά — η 1. γρήγορη, ορμητική κίνηση, ορμή. 2. η φόρα (βλ. λ.): Άλμα χωρίς φορά. 3. η κατεύθυνση της κίνησης, η διεύθυνση του πράγματος που κινείται: Η φορά του ρεύματος. 4. περίπτωση ή κατάσταση σε συνδυασμό με χρονική έννοια, χρονική περίοδος, στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρα — η 1. φορά, ορμή, δύναμη: Έπεσε πάνω μου με φόρα. 2. η προπαρασκευαστική κίνηση για άλμα ή ρίψη, ο παλμός: Πήρε φόρα και πήδηξε το χαντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορᾶ — φορεύς bearer masc acc sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρα — φόρον forum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συ(μ)φορά — η 1. μεγάλο δυστύχημα: Τον έπληξε με μεγάλη συμφορά. 2. (ως επιφών.) «συφορά μας», αλίμονό μας· «συφορά του», τρομάρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορᾶι — φορᾷ , φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοράν — φορά̱ν , φορά an act fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”