- πιτύ-στεπτος
πιτύ-στεπτος, sichtenbekränzt, Pan, Crinag. 7 (VI, 253).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτύ-στεπτος, sichtenbekränzt, Pan, Crinag. 7 (VI, 253).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόστεπτος — ἱερόστεπτος, ον (Α) αυτός που έχει πλεχτεί για ιερή χρήση («ἱεροστέπτοισι [αλλά και δ. γρφ. ἐριοστέπτοισι] κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στεπτος (< στεπτός < στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
ιόστεπτος — ἰόστεπτος, ον (Α) στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
χαριτόστεπτος — ον, Μ (για γυναίκα) χαριτοστόλιστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] … Dictionary of Greek