- ἐκ-φόρησις
ἐκ-φόρησις, ἡ, das Heraustragen, Bestatten, Eust. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-φόρησις, ἡ, das Heraustragen, Bestatten, Eust. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόρησις — wearing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήσει — φόρησις wearing fem nom/voc/acc dual (attic epic) φορήσεϊ , φόρησις wearing fem dat sg (epic) φόρησις wearing fem dat sg (attic ionic) φορέω repeated aor subj act 3rd sg (epic) φορέω repeated fut ind mid 2nd sg φορέω repeated fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήσεις — φόρησις wearing fem nom/voc pl (attic epic) φόρησις wearing fem nom/acc pl (attic) φορέω repeated aor subj act 2nd sg (epic) φορέω repeated fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοντοφόρηση — η η ιοντοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionophorese < iono (πρβλ. ιόν, ιόντος) + phorese (< φόρησις < φορέω «μεταφέρω»). Ο όρος αποδίδεται επίσης με τη λ. ιοντο Θεραπεία] … Dictionary of Greek
καταφόρηση — ἡ 1. η μεταφορά προς τα κάτω, η εξώθηση προς τα κάτω («καταφόρηση άμμου από τα νερά τού ποταμού») 2. χημ. μετατόπιση τών σωματιδίων προς την κάθοδο σε ένα κολλοειδές σύστημα υπό την επίδραση τού ηλεκτρικού πεδίου 3. ιατρ. εισαγωγή φαρμακευτικών… … Dictionary of Greek
κοσμοφόρησις — κοσμοφόρησις, ἡ (Μ) (για τους μοναχούς κατά την περίοδο τών διωγμών) το να φορά κάποιος κοσμικά ενδύματα, η κοσμική περιβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φόρησις (< φορώ)] … Dictionary of Greek
φόρεσις — έσεως, ἡ, Μ βλ. φόρησις … Dictionary of Greek
φόρηση — η / φόρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και φόρεσις, έσεως, Α [φορῶ] νεοελλ. βιολ. μορφή κοινοβίωσης κατά την οποία ένας οργανισμός μεταφέρεται από έναν άλλον οργανισμό ή και μεταφορικό μέσο χωρίς να υπεισέρχεται παρασιτισμός στη σχέση αυτή, όπως είναι λ.χ. η… … Dictionary of Greek
φορήσεως — φορήσεω̆ς , φόρησις wearing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)