ἐκτός

ἐκτός

ἐκτός (ἐκ), adv., 1) außer, außerhalb, Hom. u. Folgde; gew. mit dem gen., der sowohl vor-, als nachsteht; τείχεος ἐκτός Il. 21, 608; ἐκτὸς κλισίης 14, 13; Ἀπόλλωνα καλέσσατο δώματος ἐκτός 15, 143; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς, schuldlos, Aesch. Prom. 330, wie Ch. 1027; αἵ τ' εἴσω στέγης αἵ τ' ἐκτὸς αὐλῆς Soph. Tr. 203; ἐκτὸς πημάτων Phil. 502, vgl. 1244; Ant. 610; ἐκτὸς ἐλπίδος σωϑείς 330; ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ' ἐλπίδας χαρά, unverhofft, 338; δοκημάτων ἐκτός Eur. Herc. f. 771; ἐκτὸς κακῶν Plat. Gorg. 523 b; σὺ ἐκτὸς εἶ τοῦ μέλλειν ἀποϑνήσκειν αὔριον Crit. 46 e, du bist'weit entfernt, morgen zu sterben; ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν, außer diesem, Gorg. 474 d; vgl. Parm. 151 a; ἐκτὸς τῆς δυνάμεώς τινος εἶναι, Jemandes Macht nicht unterworfen sein, Thuc. 2, 7; ἀπέκτειναν ἅπαντας ἐκτὸς ὀλίγων Xen. Hell. 1, 2, 3; so ἐκτὸς εἰ μή, nisi forte, Luc. Pisc. 6 u. öfter; – τὰ ἐκτός, die Außendinge, Eur. Ion 231, wie Ath. II, 46 f; οἱ ἐκτός, die Fremden, neben ἀλλόφυλοι Plat. Legg. I, 629 d; oft Pol. – Von der Zeit, drüber hinaus, ἐπεὶ ἐκτὸς ἐγένετο πέντε ἡμερέων Her. 3, 80. – 2) nach außen, hinaus; ἔῤῥιψεν ἐκτὸς αὐτόν Soph. Tr. 268, vgl. Ant. 18; εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτός Plat. Rep. X, 616 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐκτός — without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκτός — qualities masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτος — sixth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εκτός — 1. ως επίρρ. τοπ. με ρ., έξω, μακριά, προς τα έξω: Ο ίδιος κατοικεί στην πόλη, ο πατέρας του όμως μένει εκτός. 2. ως πρόθ. με την από και αιτ., πλην, εξόν, παρεκτός: Όλοι συμφωνούν εκτός από αυτόν. 3. στη χρήση αυτή εκφέρεται με τους συνδ. εάν,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκτος — η, ο (AM ἕκτος, η, ον) (τακτ. αριθμ.) αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά αρχ. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • έκτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 6. 2. το θηλ. ως ουσ., έκτη το διάστημα μεταξύ έξι φθόγγων της μουσικής κλίμακας (πρβλ. ογδόη). 3. το ουδ. ως ουσ., έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/6 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐκτός — ἑκτός , ἑκτός qualities masc nom sg ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκτά — ἑκτός qualities neut nom/voc/acc pl ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc/acc dual ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα …   Dictionary of Greek

  • 'κτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”