- πετρ-ώδης
πετρ-ώδης, ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie πετραῖος; δεσμός, Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετρ-ώδης, ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie πετραῖος; δεσμός, Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
κομμεώδης — ες κομμιώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / εως + κατάλ. ώδης, (πρβλ. βραχ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
κοχλακώδης — κοχλακώδης, ῶδες (Α) γεμάτος χαλίκια («ὀρεινὰ χωρία κοχλακώδη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλαξ, α κ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. αμμ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek