πετρήεις — εν Α 1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης 2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη 3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πετρῆεν — πετρήεις rocky masc voc sg πετρήεις rocky neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρήεντα — πετρήεις rocky neut nom/voc/acc pl πετρήεις rocky masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρηέσσῃ — πετρήεις rocky fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρήεντι — πετρήεις rocky masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρήεντος — πετρήεις rocky masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρήεσσα — πετρήεις rocky fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρήεσσαν — πετρήεις rocky fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρήεσσιν — πετρήεις rocky masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετραέσσας — πετρᾱέσσᾱς , πετρήεις rocky fem acc pl (doric) πετρᾱέσσᾱς , πετρήεις rocky fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek